- τρόπιδα
- η / τρόπις, -ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και -εως και ιων. τ. γεν. -ιος, Αισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνανεοελλ.1. ζωολ. λεπτή οστέινη προεκβολή, σε σχήμα πλάκας, τής κοιλιακής επιφάνειας τού στέρνου τών πτηνών και τών νυχτερίδων, σε κάθε πλευρά τής οποίας προσφύονται οι ισχυροί μύες που κινούν τις πτέρυγες για την πτήση, κν. καρίνα2. βοτ. τα δύο κατώτερα πέταλα τού άνθους τών φυτών τής οικογένειας φαβίδες, τα οποία συμφύονται και σχηματίζουν μία δομή σαν βάρκα γύρω από τους στήμονες και τους στύλους, κν. καρίνα3. (στον λόγιο τ. ως κύριο όν.) η Τρόπιςαστρον. αστερισμός τού νότιου ημισφαιρίου4. φρ. α) «τρόπιδα τής ρίνας»ανατ. η οσφρητική αύλακαβ) «δεύτερη τρόπιδα»ναυτ. το ακράπιγ) «τρόπιδα έρματος» — βαρύ σιδερένιο έλασμα το οποίο κατεβαίνει σε περίπτωση σφοδρού ανέμου και αυξάνει την υδροδυναμική ευστάθεια τού πλοίουαρχ.1. συνεκδ. πλοίο2. μτφ. βάση, αρχή («λέγε νῡν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῡ πράγματος», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- τής ρίζας τού τρέπω* + κατάλ. -ις, -ιδος, κατά τα τρόφ-ις, τρόχ-ις].
Dictionary of Greek. 2013.